Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

lector (en)

  1. ο αναγνώστης (λαϊκός που διαβάζει τα ιερά κείμενα κατά τη διάρκεια εκκλησιαστικής ακολουθίας)
  2. λέκτορας (πανεπιστημιακός)
     συνώνυμα: lecturer, reader



Ρουμανικά (ro) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

lector (ro) αρσενικό

  1. ο λέκτορας
  2. ο αναγνώστης

Κλίση επεξεργασία