Ουσιαστικό

επεξεργασία

lecturer (en)

  1. αυτός που δίνει μια διάλεξη
  2. λέκτορας
  3. στην Εκκλησία της Αγγλίας, ο κληρικός που είχε ως κύριο έργο να δίνει απογευματινές διαλέξεις (κηρύγματα)