μελισσάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μελισσάκι | τα | μελισσάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μελισσάκι | τα | μελισσάκια |
κλητική | μελισσάκι | μελισσάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μελισσάκι < μέλισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μελισσάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του μέλισσα