Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αιώρημα τα αιωρήματα
      γενική του αιωρήματος των αιωρημάτων
    αιτιατική το αιώρημα τα αιωρήματα
     κλητική αιώρημα αιωρήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιώρημα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αιώρημα ουδέτερο

  • (χημεία) ανομοιογενές μίγμα στερεών σωματιδίων εντός υγρού (ή αερίου) που σε κατάσταση μακράς ακινησίας σε υγρά παρουσιάζει ίζημα.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία