θεῖον: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Olmav (συζήτηση | συνεισφορές) |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 19:49, 23 Οκτωβρίου 2014
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
θεῖον < για το Θεϊκό στοιχείο, το ουδέτερο του επιθέτου θεῖος, δηλαδή το θεῖον, για το θειάφι πιθανόν το ρήμα θύω (καπνίζω) ή το ουσιαστικο (το) θῦος (θυμίαμα) αλλά χωρίς βεβαιότητα
Ουσιαστικό
θεῖον
- το θεϊκο στοιχείο, το σχετικό με τη θεϊκή βούληση, η θεϊκή φύση, η θεϊκή πράξη
- θειάφι (επειδή ίσως το χρησιμοποιούσαν στις θυσίες)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
θεῖον
- ο θεῖος στην αιτιακή ενικού
- το ουδέτερο του θεῖος, το θεῖον στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
θεῖον