Δριτσαίικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Δριτσαίικα | ||
γενική | των | Δριτσαίικων | ||
αιτιατική | τα | Δριτσαίικα | ||
κλητική | Δριτσαίικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðɾiˈt͡se.i.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δρι‐τσαί‐ι‐κα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δριτσαίικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό