Δείτε επίσης: Δραγονέρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Δραγωνέρα οι Δραγωνέρες
      γενική της Δραγωνέρας
    αιτιατική τη Δραγωνέρα τις Δραγωνέρες
     κλητική Δραγωνέρα Δραγωνέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δραγωνέρα < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðɾa.ɣoˈne.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δρα‐γω‐νέ‐ρα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δραγωνέρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία