Διόρυκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Διόρυκτος | ||
γενική | της | Διορύκτου | ||
αιτιατική | τη | Διόρυκτο | ||
κλητική | Διόρυκτε (Διόρυκτο) | |||
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Διόρυκτος < ελληνιστική κοινή Διόρυκτος < διά + αρχαία ελληνική ὀρύσσω
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔιόρυκτος θηλυκό