Διόδια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Διόδια | ||
γενική | των | Διοδίων | ||
αιτιατική | τα | Διόδια | ||
κλητική | Διόδια | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Διόδια < διόδια
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðiˈo.ðia/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δι‐ό‐δι‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔιόδια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη διόδιο