Διοσημία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Διοσημίᾱ | αἱ | Διοσημίαι |
γενική | τῆς | Διοσημίᾱς | τῶν | Διοσημιῶν |
δοτική | τῇ | Διοσημίᾳ | ταῖς | Διοσημίαις |
αιτιατική | τὴν | Διοσημίᾱν | τὰς | Διοσημίᾱς |
κλητική ὦ! | Διοσημίᾱ | Διοσημίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Διοσημίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Διοσημίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαΔιοσημία θηλυκό