↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Διλοφίτισσα οι Διλοφίτισσες
      γενική της Διλοφίτισσας των Διλοφιτισσών
    αιτιατική τη Διλοφίτισσα τις Διλοφίτισσες
     κλητική Διλοφίτισσα Διλοφίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Διλοφίτισσα < Διλοφίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.loˈfi.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δι‐λο‐φί‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Διλοφίτισσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Διλοφίτης