Δημητρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Δημητρός | οι | Δημητροί |
γενική | του | Δημητρού | των | Δημητρών |
αιτιατική | τον | Δημητρό | τους | Δημητρούς |
κλητική | Δημητρό | Δημητροί | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «Δημητρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Δημητρός < Δημήτρης + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.miˈtɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δη‐μη‐τρός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔημητρός αρσενικό
- ανδρικό όνομα, χαϊδευτικό, οικείο του Δημήτρης
- ※ Μα ο κυρ Δημητρός είχε κουραστεί από το πρωί να κουνάει την ξεμυγιάστρα και τώρα ξεφύλλιζε ένα μεγάλο τεφτέρι (Νίκος Καζαντζάκης. (1953, 1955) Ο καπετάν Μιχάλης)
- ※ Στάσου, Δημητρό! φωνάζει άξαφνα η Λωξάντρα ... (Μαρία Ιορδανίδου (1963). Λωξάντρα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Δημητρός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Δημητρός < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔημητρός αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Δημητρός - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven