Δείτε επίσης: Δημάρατος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δημαράτος < + -άτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δημαράτος αρσενικό

  Κύριο όνομα επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Δημαράτος οι Δημαράτοι
      γενική του Δημαράτου των Δημαράτων
    αιτιατική τον Δημαράτο τους Δημαράτους
     κλητική Δημαράτε
& Δημαράτο
Δημαράτοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μαυροκορδάτος (κλίση: μούτσος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Δημαράτος αρσενικό (θηλυκό Δημαράτου)

Μεταγραφές επεξεργασία