Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Δαϊτσιώτισσα οι Δαϊτσιώτισσες
      γενική της Δαϊτσιώτισσας των Δαϊτσιωτισσών
    αιτιατική τη Δαϊτσιώτισσα τις Δαϊτσιώτισσες
     κλητική Δαϊτσιώτισσα Δαϊτσιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δαϊτσιώτισσα < Δαϊτσιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðaiˈt͡sço.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δαϊ‐τσιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δαϊτσιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Δαϊτσιώτης