Δαιδαλίδες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Δαιδαλίδες | ||
γενική | των | Δαιδαλιδών | ||
αιτιατική | τους | Δαιδαλίδες | ||
κλητική | Δαιδαλίδες | |||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Δαιδαλίδες < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Δαιδαλίδαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðe.ðaˈli.ðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δαι‐δα‐λί‐δες
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔαιδαλίδες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό