Δαβιδιάδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Δαβιδιάδης | οι | Δαβιδιάδηδες |
γενική | του | Δαβιδιάδη* | των | Δαβιδιάδηδων |
αιτιατική | τον | Δαβιδιάδη | τους | Δαβιδιάδηδες |
κλητική | Δαβιδιάδη | Δαβιδιάδηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Δαβιδιάδου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Δαβιδιάδης < + -άδης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔαβιδιάδης αρσενικό (θηλυκό Δαβιδιάδη ή Δαβιδιάδου)