Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Γυισκάρδος
      γενική του Γυισκάρδου
    αιτιατική τον Γυισκάρδο
     κλητική Γυισκάρδε
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γυισκάρδος < μεσαιωνική ελληνική Γυισκάρδος / Γισκάρδος[1] < παλαιά νορβηγική víss (σοφός) < πρωτονορβηγική *ᚹᛁᛊᚨᛉ (wīsaz) < πρωτογερμανική *wīsaz + πρωτογερμανική *harduz (σκληρός, γενναίος)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γυισκάρδος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γυισκάρδος αρσενικό

Σημειώσεις επεξεργασία

  1. «ἰδοὺ ἐγὼ Βαϊμοῦντος υἱὸς Ῥομπέρτου Γισκάρδου.» (Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, 13, 12, 4)