Γκιόκας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Γκιόκας | οι | Γκιόκες & Γκίοκαίοι |
γενική | του | Γκιόκα | των | — Γκίοκαίων |
αιτιατική | τον | Γκιόκα | τους | Γκιόκες & Γκίοκαίοι |
κλητική | Γκιόκα | Γκιόκες & Γκίοκαίοι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σίνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Γκιόκας < αρβανίτικη ς προέλευσης• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γκιόκας αρσενικό, (θηλυκό Γκιόκα)