Γιουλάνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γιουλάνα | οι | Γιουλάνες |
γενική | της | Γιουλάνας | — | |
αιτιατική | τη | Γιουλάνα | τις | Γιουλάνες |
κλητική | Γιουλάνα | Γιουλάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γιουλάνα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓιουλάνα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Γιουλάνα
|