Γελαδιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Γελαδιάρης < + -άρης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓελαδιάρης αρσενικό (θηλυκό Γελαδιάρη)
Γελαδιάρης αρσενικό (θηλυκό Γελαδιάρη)