Βύρων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βύρων | οι | Βύρωνες |
γενική | του | Βύρωνος | των | Βυρώνων |
αιτιατική | τον | Βύρωνα | τους | Βύρωνες |
κλητική | Βύρων | Βύρωνες | ||
Δείτε και τη νεότερη μορφή Βύρωνας. | ||||
Κατηγορία όπως «Βύρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βύρων < (λόγιο δάνειο) αγγλική Byron
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒύρων αρσενικό