Βύλλια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Βύλλια | ||
γενική | των | Βυλλίων | ||
αιτιατική | τα | Βύλλια | ||
κλητική | Βύλλια | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βύλλια < → δείτε τη λέξη Βίλια
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈvi.ʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βύλ‐λια
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βύλλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Βύλλια
→ δείτε τη λέξη Βίλια |