Βύδαβη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βύδαβη | ||
γενική | της | Βύδαβης | ||
αιτιατική | τη | Βύδαβη | ||
κλητική | Βύδαβη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βύδαβη < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvi.ða.vi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βύ‐δα‐βη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒύδαβη θηλυκό, μόνο στον ενικό