Βραδύπορα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Βραδύπορα | ||
γενική | των | Βραδύπορων & Βραδυπόρων | ||
αιτιατική | τα | Βραδύπορα | ||
κλητική | Βραδύπορα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βραδύπορα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒραδύπορα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ταξινομικός όρος - συνομοταξία: μικρών αρθρωτών ζώων
Δείτε επίσης
επεξεργασία- βραδύπορα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Βραδύπορα