↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βουλγαροκτόνος οι Βουλγαροκτόνοι
      γενική του Βουλγαροκτόνου των Βουλγαροκτόνων
    αιτιατική τον Βουλγαροκτόνο τους Βουλγαροκτόνους
     κλητική Βουλγαροκτόνε Βουλγαροκτόνοι
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Βουλγαροκτόνος < μεσαιωνική ελληνική Βουλγαροκτόνος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vul.ɣa.ɾoˈkto.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βουλ‐γα‐ρο‐κτό‐νος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βουλγαροκτόνος αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία