Βορδῖνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Βορδῖνος | οἱ | Βορδῖνοι |
γενική | τοῦ | Βορδίνου | τῶν | Βορδίνων |
δοτική | τῷ | Βορδίνῳ | τοῖς | Βορδίνοις |
αιτιατική | τὸν | Βορδῖνον | τοὺς | Βορδίνους |
κλητική ὦ! | Βορδῖνε | Βορδῖνοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Βορδίνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Βορδίνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βορδῖνος < αβέβαιης ετυμολογίας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒορδῖνος, -ου αρσενικό (μακεδονικός τύπος μοναδικής αναφοράς)
Πηγές
επεξεργασία- Βορδῖνος - ΘΕΤΙΜΑ, Αρχαίες Ελληνικές Διάλεκτοι - Λεξικό κυρίων ονομάτων στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- P. M. Fraser, E. Matthews and R. W. V. Catling 2005 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. IV: Macedonia. Thrace, Northern Shores of the Black Sea, Oxford: Oxford University Press