↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Βορδῖνος οἱ Βορδῖνοι
      γενική τοῦ Βορδίνου τῶν Βορδίνων
      δοτική τῷ Βορδίν τοῖς Βορδίνοις
    αιτιατική τὸν Βορδῖνον τοὺς Βορδίνους
     κλητική ! Βορδῖνε Βορδῖνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Βορδίνω
γεν-δοτ τοῖν  Βορδίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Βορδῖνος < αβέβαιης ετυμολογίας

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βορδῖνος, -ου αρσενικό (μακεδονικός τύποςμοναδικής αναφοράς)