Βινιανίτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βινιανίτισσα < Βινιανίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vi.ɲaˈni.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βι‐νια‐νί‐τισ‐σα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βινιανίτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Βινιανίτης
Συγγενικά επεξεργασία
- → και δείτε τη λέξη Βίνιανη
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βινιανίτης
Βινιανίτισσα
|