Βασιλειώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βασιλειώτης | οι | Βασιλειώτηδες |
γενική | του | Βασιλειώτη* | των | Βασιλειώτηδων |
αιτιατική | τον | Βασιλειώτη | τους | Βασιλειώτηδες |
κλητική | Βασιλειώτη | Βασιλειώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Βασιλειώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βασιλειώτης < + -ιώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒασιλειώτης αρσενικό (θηλυκό Βασιλειώτη ή Βασιλειώτου)