Βασιάδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βασιάδης | οι | Βασιάδηδες |
γενική | του | Βασιάδη* | των | Βασιάδηδων |
αιτιατική | τον | Βασιάδη | τους | Βασιάδηδες |
κλητική | Βασιάδη | Βασιάδηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Βασιάδου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βασιάδης < + -άδης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒασιάδης αρσενικό (θηλυκό Βασιάδη ή Βασιάδου)