Βαρκιζιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Βαρκιζιώτισσα < Βαρκιζιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vaɾ.ciˈzʝo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βαρ‐κι‐ζιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒαρκιζιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Βαρκιζιώτης
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Βάρκιζα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βαρκιζιώτης
Βαρκιζιώτισσα
|