Βακχύλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Βακχύλος | οἱ | Βακχύλοι |
γενική | τοῦ | Βακχύλου | τῶν | Βακχύλων |
δοτική | τῷ | Βακχύλῳ | τοῖς | Βακχύλοις |
αιτιατική | τὸν | Βακχύλον | τοὺς | Βακχύλους |
κλητική ὦ! | Βακχύλε | Βακχύλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Βακχύλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Βακχύλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΒακχύλος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Βακχύλος - ΘΕΤΙΜΑ, Αρχαίες Ελληνικές Διάλεκτοι - Λεξικό κυρίων ονομάτων στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012