Ετυμολογία 1

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βάσιας οι Βάσιες
      γενική του Βάσια
    αιτιατική τον Βάσια τους Βάσιες
     κλητική Βάσια Βάσιες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Βάσιας < .. Συγκρίνετε με το άκλιτο Βάσια λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βάσιας αρσενικό

  • ανδρικό όνομα
      Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, 1938 [μυθιστόρημα]   στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄Γενικού Λυκείου
    Ο Βάσιας απόμενε με ψυχή σφιγμένη. Ένα κύμα απελπισίας ανάδευε μέσα του, ένα ξέσπαγμα ανίσχυρης οργής για την αδυσώπητη Μοίρα.
    [] Τα μάτια του Βάσια παίζαν ανήσυχα.
    [] Αμφιβάλλω, Βάσια, αν αγαπήθηκες ποτέ κι αν αγάπησες.

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Βάσιας: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

επεξεργασία

Βάσιας θηλυκό