↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Αὐλίς αἱ Αὐλίδες
      γενική τῆς Αὐλίδος τῶν Αὐλίδων
      δοτική τῇ Αὐλίδ ταῖς Αὐλίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Αὐλίδ τὰς Αὐλίδᾰς
     κλητική ! Αὐλίς* Αὐλίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Αὐλίδε
γεν-δοτ τοῖν  Αὐλίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Αὐλίς < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αὐλίς θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. πόλη της Βοιωτίας, η Αυλίδα

  Αναφορές

επεξεργασία