Αἰγειροῦσσα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Αἰγειροῦσσᾰ | αἱ | Αἰγειροῦσσαι | ||||
γενική | τῆς | Αἰγειρούσσης | τῶν | Αἰγειρουσσῶν | ||||
δοτική | τῇ | Αἰγειρούσσῃ | ταῖς | Αἰγειρούσσαις | ||||
αιτιατική | τὴν | Αἰγειροῦσσᾰν | τὰς | Αἰγειρούσσᾱς | ||||
κλητική ὦ! | Αἰγειροῦσσᾰ | Αἰγειροῦσσαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Αἰγειρούσσᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Αἰγειρούσσαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'γλῶσσα' όπως «γλῶσσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αἰγειροῦσσα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑἰγειροῦσσα θηλυκό
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Αἰγειροῦσσα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.