Αἰγείρουσα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Αἰγείρουσᾰ | ||
γενική | τῆς | Αἰγειρούσης | ||
δοτική | τῇ | Αἰγειρούσῃ | ||
αιτιατική | τὴν | Αἰγείρουσᾰν | ||
κλητική ὦ! | Αἰγείρουσᾰ | |||
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αἰγείρουσα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑἰγείρουσα θηλυκό