Δείτε επίσης: αυλακιώτισσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αυλακιώτισσα οι Αυλακιώτισσες
      γενική της Αυλακιώτισσας των Αυλακιωτισσών
    αιτιατική την Αυλακιώτισσα τις Αυλακιώτισσες
     κλητική Αυλακιώτισσα Αυλακιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αυλακιώτισσα < Αυλακιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.vlaˈco.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αυ‐λα‐κιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αυλακιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αυλακιώτης