Ατσίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ατσίτσα | ||
γενική | της | Ατσίτσας | ||
αιτιατική | την | Ατσίτσα | ||
κλητική | Ατσίτσα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ατσίτσα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈt͡si.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐τσί‐τσα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑτσίτσα θηλυκό, μόνο στον ενικό