Ασπροκκλησιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ασπροκκλησιώτης | οι | Ασπροκκλησιώτηδες |
γενική | του | Ασπροκκλησιώτη* | των | Ασπροκκλησιώτηδων |
αιτιατική | τον | Ασπροκκλησιώτη | τους | Ασπροκκλησιώτηδες |
κλητική | Ασπροκκλησιώτη | Ασπροκκλησιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Ασπροκκλησιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ασπροκκλησιώτης < Ασπροκκλησ(ια) + -ιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑσπροκκλησιώτης αρσενικό (θηλυκό Ασπροκκλησιώτη ή Ασπροκκλησιώτου)