Αρτζεντίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αρτζεντίνα | οι | Αρτζεντίνες |
γενική | της | Αρτζεντίνας | — | |
αιτιατική | την | Αρτζεντίνα | τις | Αρτζεντίνες |
κλητική | Αρτζεντίνα | Αρτζεντίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αρτζεντίνα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αρτζεντίνα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρτζεντίνα
|