Αρτακηνή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αρτακηνή < Αρτακην(ός) + -η
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾ.ta.ciˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αρ‐τα‐κη‐νή
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αρτακηνή θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Αρτακηνός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αρτακηνός
Αρτακηνή
|