Απολυτάρες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Απολυτάρες | ||
γενική | των | Απολυτάρων | ||
αιτιατική | τις | Απολυτάρες | ||
κλητική | Απολυτάρες | |||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Απολυτάρες < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.liˈta.ɾes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐πο‐λυ‐τά‐ρες
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑπολυτάρες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Απολυτάρες
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μιχαήλ Σταματελάτος, Επίτομο γεωγραφικό λεξικό της Ελλάδος, (Αθήνα: Ερμής, 2006), σελ. 89