Απεραθίτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Απεραθίτισσα, θηλυκό του Απεραθίτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
Απεραθίτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) η Ναξιώτισσα που κατοικεί στην Απείρανθο, ή κατάγεται από το χωριό αυτό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Απεραθίτισσα
|