Απεραθίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Απεραθίτης < Απείρανθος + -ιτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
Απεραθίτης, ή Απειραθίτης αρσενικό, θηλυκό Απεραθίτισσα, ή Απειραθίτισσα,
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή ο Ναξιώτης που κατάγεται από την Απείρανθο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Απεραθίτης
|