Αναφιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαΑναφιώτης αρσενικό, θηλυκό Αναφιώτισσα
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από την Ανάφη
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Αναφιώτης
|