Αμπχάζια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αμπχάζια < Αμπχάζι(ος) + -α
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑμπχάζια θηλυκό
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Αμπχάζιος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Αμπχαζία
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αμπχάζιος