Αμπελακιώτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αμπελακιώτισσα < Αμπελακιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /am.be.laˈco.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐μπε‐λα‐κιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αμπελακιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Αμπελακιώτης
Συγγενικά επεξεργασία
- αμπελακιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Αμπελάκια
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αμπελακιώτης
Αμπελακιώτισσα
|