Αλαχιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αλαχιώτης | οι | Αλαχιώτηδες |
γενική | του | Αλαχιώτη* | των | Αλαχιώτηδων |
αιτιατική | τον | Αλαχιώτη | τους | Αλαχιώτηδες |
κλητική | Αλαχιώτη | Αλαχιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Αλαχιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αλαχιώτης < + -ιώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑλαχιώτης αρσενικό (θηλυκό Αλαχιώτη ή Αλαχιώτου)