Αιθαλίδες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Αιθαλίδες | ||
γενική | των | Αιθαλιδών | ||
αιτιατική | τους | Αιθαλίδες | ||
κλητική | Αιθαλίδες | |||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αιθαλίδες < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Αἰθαλίδαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.θaˈli.ðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αι‐θα‐λί‐δες
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑιθαλίδες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Αιθαλίδες στη Βικιπαίδεια