Αιγειρούσες
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Αιγειρούσες | ||
γενική | των | Αιγειρουσών | ||
αιτιατική | τις | Αιγειρούσες | ||
κλητική | Αιγειρούσες | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αιγειρούσες < αρχαία ελληνική Αἰγειρούσαι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ʝiˈɾu.ses/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αι‐γει‐ρού‐σες
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αιγειρούσες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αιγειρούσες