Αγκιστριώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αγκιστριώτισσα < Αγκιστριώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.stɾiˈo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐γκι‐στρι‐ώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑγκιστριώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Αγκιστριώτης
Συγγενικά
επεξεργασία- αγκιστριώτικος
- → και δείτε τη λέξη Αγκίστρι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αγκιστριώτης
Αγκιστριώτισσα
|